- άμορφη τέχνη
- Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με σκοπό την απελευθέρωση της εσωτερικής δύναμης που αποτελεί το κίνητρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, έτσι ώστε αυτή η δύναμη να καταφέρει να εκδηλωθεί και να καθοδηγήσει αδέσμευτη την πραγμάτωση του έργου. Το κίνημα γεννήθηκε στο Παρίσι γύρω στο 1943. Τον όρο ά.τ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Μισέλ Ταπιέ το 1952, στη βασική για την ιστορία της σύγχρονης πρωτοπορίας μελέτη του Μια τέχνηδιαφορετική.Στη μελέτη αυτή αναφέρονται επανειλημμένα ο ζωγράφος Ζορζ Ματιέ, ως φωτισμένος εκπρόσωπος και ερμηνευτής της ά.τ., ο Ζαν Ντιμπιφέ, ο Ζαν Φοτριέ και ο Βολς. Εκτός από αυτούς, ο Ταπιέ περιέλαβε στο κείμενό του διάφορες, ακόμα και αντίθετες, προσωπικότητες, όπως τον Ανρί Μισό, τον Βίκτορ Μπράουνερ, τον Χανς Χάρτουνγκ, τον Τζουζέπε Καπογκρόσι, τον Ετιέν Μαρτέν, τον Ζαν Πολ Ριοπέλ, τη Ζερμέν Ρισιέ, τον Πιερ Σουλάζ, τον Κάρελ Άπελ, τον Εντοάρντο Παολότσι, τον Χανς Χόφμαν, τον Μαρίνο Μαρίνι και πολλούς άλλους Ευρωπαίους καλλιτέχνες καθώς και μερικούς Αμερικανούς, όπως τον Τζάκσον Πόλοκ και τον Μαρκ Τόμπι.
Στην Αμερική, το ρεύμα αυτό εμφανίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη Γαλλία. Το 1944 ο Σίντνεϊ Τζάνις κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το βιβλίο του Αφηρημένη και Υπερρεαλιστική τέχνη στην Αμερική και ανέφερε, εκτός από τον Τόμπι και τον Πόλοκ, και ονόματα άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, που η συμβολή τους στην εξέλιξη του αμερικανικού κινήματος ήταν μεγάλη: τον ελληνικής καταγωγής Γουίλιαμ Μπαζιώτη, τον Άρσιλ Γκόρκι και το Μαρκ Ρόθκο. Το 1952, ο Αμερικανός κριτικός Χάρολντ Ρόζενμπεργκ σε άρθρο του στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα (Art News),αντικατέστησε τον αρχικό όρο αφηρημένος εξπρεσιονισμός με έναν άλλο, κατάλληλο για τον χαρακτήρα των καλλιτεχνών των Ηνωμένων Πολιτειών, τον όρο ζωγραφική-δράση (action painting).«Για κάθε Αμερικανό καλλιτέχνη», έγραφε o Ρόζενμπεργκ, «φτάνει κάποτε η στιγμή που ο μουσαμάς τού φαίνεται μάλλον σαν ένα πεδίο όπου πρέπει να δράσει αυθόρμητα, παρά σαν ένας καθορισμένος χώρος όπου θα αναπαραστήσει, θα αναδημιουργήσει, θα αναλύσει ή θα εκφράσει ένα πραγματικό ή φανταστικό αντικείμενο. Ο πίνακας δεν πρέπει να αποδίδει μια εικόνα, αλλά ένα γεγονός, μια πράξη». Έτσι, η ζωγραφική-δράση είναι η κατάληξη της αφηρημένης τέχνης, γιατί όχι μόνο καταργεί το αντικείμενο, αλλά αποκλείει στο έργο και την προΰπαρξη κάθε ιδέας. Με άλλα λόγια, η εικόνα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της δραστηριότητας του καλλιτέχνη, που προσπαθεί να εκφράσει την άμεση ζωγραφική του αίσθηση.
Από αυτό προκύπτει η αναζήτηση νέων τεχνικών επαφής με τον μουσαμά: τοποθέτηση του χρώματος με διαφορετικές κλίσεις ή με σταξίματα, χρήση ασυνήθιστων εργαλείων, νέων υλικών κλπ.
Με κεντρικό πυρήνα τις γκαλερί της Πέγκι Γκούγκενγχαϊμ (Τέχνητου Αιώνα μας) και του Σίντνεϊ Τζάνις στη Νέα Υόρκη, καθώς και την Ντρουέν στο Παρίσι, αλλά και με την υποστήριξη κριτικών, όπως o Γκρίνμπεργκ, o Σουίνι και ο Ρόζενμπεργκ στη Νέα Υόρκη, ποιητών και κριτικών όπως o Αρτό, o Πολάν, ο Μαλρό, o Πονζ και ο Ταπιέ στο Παρίσι, αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και στην Αμερική παράλληλες καλλιτεχνικές τάσεις.
Ωστόσο, στη σφαίρα της άμορφης γλώσσας προσχώρησαν και καλλιτέχνες που χαρακτηρίζονται από βαθιά τάξη και ηρεμία, όπως o Τόμπι και o Ρόθκο, και καλλιτέχνες όπως o Χάρτουνγκ, ο Αλμπέρτο Μπούρι και άλλοι.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η ά.τ. δεν είναι ένα καθορισμένο κίνημα, αλλά μάλλον ένα σημείο επαφής και συνάντησης καλλιτεχνών από διάφορες τάσεις (αναπαραστατικοί και αφηρημένοι), οι οποίοι συνδέονται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα με την πειραματική πρωτοπορία και ότι αρνούνται, αντίθετα από τα προηγούμενα πρωτοποριακά κινήματα, οποιαδήποτε θεωρητική προκατάληψη. Από τη στιγμή που η εικόνα δεν είναι πλέον αποτέλεσμα προγραμματισμού, αλλά ένα συμβάν της δημιουργικής δραστηριότητας, πολλοί καλλιτέχνες, όπως o Πόλοκ, ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ, o Άρσιλ Γκόρκι, o Φραντς Κλάινε, o Βολς, ο Φοτριέ ή ο Ντιμπιφέ, σε διάφορες φάσεις του έργου τους ή και ταυτόχρονα ακόμα, εκφράζονταν και με τους δύο τρόπους, τον αναπαραστατικό και τον αφηρημένο, που δεν είναι πια αντίθετοι. Μέσα στην ά.τ. συναντώνται, εκτός από μεμονωμένα άτομα και εθνικές ομάδες κάθε καταγωγής, όπως οι ισπανικές Ελ Πάσο με τον ζωγράφο Αντόνιο Σάουρα και Ντάου αλ Σετ με τον ζωγράφο Αντόνιο Τάπιες, και η ομάδα Cobra (CoBrA = Copenhagen, Bruxelles, Amsterdam) με τους ζωγράφους Άσγκε Γιορν, Κάρελ Άπελ και Πιερ Αλεσίνσκι.
Κυριότερος εκπρόσωπος της ά.τ. στην Ελλάδα θεωρήθηκε ο ζωγράφος Γιάννης Σπυρόπουλος (1912 – 1990).
«Γυναίκα» του Βίλεμ ντε Κούνινγκ (1961). Η άμορφη τέχνη συνέδεσε καλλιτέχνες διαφόρων τάσεων, με την άρνηση της παλαιάς έννοιας της μορφής.
«Υγρός κήπος» του Ζαν Ντιμπιφέ. Το έργο χαρακτηρίζεται από την ικανότητα του καλλιτέχνη να δημιουργεί λεπτότατες ζωγραφικές εντυπώσεις, με παραθέσεις και επιθέσεις κομματιών από διάφορα υλικά, όπως λεκιασμένα χαρτιά, υφάσματα και άλλα, χαρακτηριστικά της άμορφης τέχνης.
«Κυματιστά μονοπάτια» του Τζάκσον Πόλοκ, ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της άμορφης τέχνης στις HΠA (Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης, Ρώμη).
Dictionary of Greek. 2013.